Μια ανδρική και μια γυναικεία φιγούρα σε απόλυτη σύγχυση ταυτότητας. Δύο φιγούρες που κοιμούνται σε ξεχωριστά διηγήματα αλλά μοιράζονται κοινές μνήμες από διαφορετικές ζωές. Δύο κείμενα της Λένας Κιτσοπούλου που βρίσκουν κοινή στέγη στο Θέατρο Σταθμός.
Η κυρία Κιτσοπούλου δημιουργεί ήρωες που απεικονίζουν τραγικά κάθε κωμικό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Στην περίπτωση του “Καραφλομπέκατσου” (Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης), συναντάμε μια απόλυτα μινιμαλιστική σκηνογραφική παρουσία, που δεν φοβάται να απαλλαχθεί ακόμα και από τα απαραίτητα, όπως τουλάχιστον θεωρείται η λέξη από το μέσο θεατή. Ο Κ. Αβαρικιώτης, με μια εκπληκτική ερμηνεία, παραδίδει ένα μονόλογο που περνάει από όλα εκείνα τα στάδια που μπορεί να οδηγήσουν ένα άνθρωπο στη λύτρωση ή την καταστροφή. Η αποδοχή, ο θυμός, η απογοήτευση και η συνειδητοποίηση είναι σε τυχαία σειρά ένα μόνο ελάχιστο μέρος από το ταξίδι του μεσοαστού Δημήτρη Καραολή στη νέα του κατάσταση. Ένας χωρισμός βιώνεται ως απώλεια αλλά και ως ξεκίνημα. Το νέο του διαμέρισμα συμβολίζει ταυτόχρονα την άδεια του πλέον ζωή αλλά και την αναδημιουργία του. Οι στάχτες του Δημήτρη διασκορπίζονται στους θεατές και η παρουσία του κύριου Αραβικιώτη σοκάρει με την αμεσότητά της αλλά και την ταχύτατη εναλλαγή συναισθηματικού πλαισίου. Το κείμενο και η σκηνοθεσία σαφέστατα ενδυναμώνουν τη μελαγχολική αυτή αισθητική, που ίσως κάποιες φορές να μοιάζει ελεγχόμενα επιτηδευμένη.
Το δεύτερο μέρος του έργου μοιάζει με καθρέφτισμα του πρώτου σαφώς. Δίχως άμεσες αναφορές και συσχετισμούς, το κοινό πλαίσιο δημιουργεί τη σύζευξη των δύο προσώπων. Η κυρία Ελένη Στεργίου δίνει όλο τον εαυτό της επί σκηνής, σε μια πολύ ιδιαίτερη ενσάρκωση που καλείται ο θεατής να ανακαλύψει όσο ξετυλίγεται μπροστά του. Σαφώς και κεντρικό θέμα του έργου είναι η απώλεια μέσω ενός χωρισμού και η κοπή του ομφάλιου λώρου με ανθρώπους που ήδη ταξιδεύουν αυτάρκεις. Μια αρτίστα που βιώνει τα πάντα στην υπερβολή τους και αποδίδει φόρο τιμής στο Freddie, αποκτά μια τραγικότητα που αν κι ο υπογράφων δυσκολεύτηκε να βρει ταύτιση με την ολότητά της, σίγουρα υπήρξαν ιδιαίτερα στοιχεία, που δεν μπορείς να τους γυρίσεις την πλάτη σε κοινωνικό αλλά και προσωπικό επίπεδο. Θέματα κοινωνικής παθογένειας, τα οποία δεν μπορούμε να αναφέρουμε στο παρόν κείμενο για να μην προδώσουμε τα όσα συμβαίνουν επί σκηνής. Φαινόμενα που ίσως θεωρούνται ξεπερασμένα ως θεατρική θεματολογία η κυρία Κιτσοπούλου τα χειρίζεται με ένα τόσο ιδιαίτερο τρόπο που η ερμηνεία της Ελένης Στεργίου, η χρωματιστή σκηνοθεσία του κυρίου Μάρκελλου και τα σκηνογραφικά ευρήματα, που πλαισίωσαν το χαρακτήρα της Σπυριδούλας, αναδομούν την προσέγγιση αυτών των θεμάτων και κερδίζουν το ενδιαφέρον ενός κορεσμένου από αυτά, ίσως, κοινού.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση, σα νόμισμα τριών πλευρών με το θεατή να ενσωματώνεται διαρκώς στη θεματολογία, στην αισθητική αλλά και στην τραγικότητα των χαρακτήρων. Η γεύση που απομένει είναι γλυκόπικρη, όχι ασφαλώς από την καλλιτεχνική διάσταση του έργου αλλά από την ακροβατική της διάσταση ανάμεσα στην ελπίδα και την απογοήτευση.