- Λεπτομέρειες
-
Κατηγορία: Συνεντεύξεις
-
Δημοσιεύθηκε : Πέμπτη, 03 Ιανουαρίου 2013 20:00
Τον Αχιλλέα Ψαλτόπουλο λίγο πολύ τον ξέρουν, όλοι όσοι ασχολούνται με το θέατρο και τον κινηματογράφο, ειδικά οι Θεσσαλονικείς. Ασχολείται πάνω από τριάντα χρόνια με την τέχνη και έχει στο ενεργητικό του 73 θεατρικές παραστάσεις. Οι θεατρόφιλοι, σίγουρα έχουν παρακολουθήσει κάποια παράσταση που έχει σκηνοθετήσει, παίξει ή έχουν διαβάσει κάποιο άρθρο ή κριτική του. Φέτος, σκηνοθέτησε το έργο «Herr (ο Κος) Κόλπερτ», μία μαύρη κωμωδία. Με αφορμή αυτή την παράσταση, κάναμε μία πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα για το συγκεκριμένο έργο αλλά και για την πολύχρονη πορεία του στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Έχει πολλούς κλασικούς ώς αγαπημένους θεατρικούς συγγραφείς, όπως είναι οι Samuel Beckett, Harold Pinter και Tennessee Williams, έχοντας παρουσιάσει πολλές και καλές δουλειές με έργα τους. Αλλά παράλληλα δε φοβάται να ρισκάρει και με κάποιο καινούριο έργο νέου συγγραφέα.
Πείτε μας για την πορεία σας μέχρι τώρα. Ασχολείστε χρόνια με την ηθοποιία, τη σκηνοθεσία, την κριτική θεάτρου και κινηματογράφου και τώρα σκηνοθετείτε αυτό το έργο. Η πορεία όπως είπες είναι μεγάλη. Εγώ έχω σπουδάσει Φυσικός, και μετά ασχολήθηκα με το θέατρο, με στόχο και τον κινηματογράφο, τον οποίο έκανα μετά, στο εξωτερικό. Ενώ ήμουνα φοιτητής, και ήμουνα μπλεγμένος με τα πράγματα του θεάτρου, στον Φοιτητικό Όμιλο του Κινηματογράφου, ήρθα σε επαφή με το Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης. Όταν ανεβάζανε την θεατρική παράσταση “Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές” του Max Frisch, έπαιξα τον ένα πυροσβέστη. Είπαν ότι ήταν εξαιρετικό και με προέτρεψαν να πάω προς την ηθοποιία. Σκέφτηκα λοιπόν ότι σαν σκηνοθέτης ήταν πάρα πολύ καλό να σπουδάσω και υποκριτική. Προσφάτως διάβαζα μία συνέντευξη της Vanessa Redgrave για το “Coriolanus” (σ.δ. ταινία του 2011 που πρωταγωνιστεί) και έλεγε ότι αυτό που ήταν για αυτή το ευτύχημα ήταν ότι ο Ralph Fienes που το σκηνοθέτησε είναι και ηθοποιός. Ήξερε πώς να βγάλει τον καλύτερο εαυτό από όλους τους άλλους ηθοποιούς που συμμετείχαν στην ταινία. Οι σκηνοθέτες που προήλθαν από το θεατρικό χώρο, όπως ο Mike Nichols, κατάφεραν να αποσπάσουν ερμηνείες, μέχρι βραβείο Oscar, ακόμα και από ηθοποιούς που ποτέ δεν είχαν δώσει τέτοια δείγματα. Παραδείγματος χάριν, η Melanie Griffith. Ποιος θα το φανταζόταν ότι θα πάει για Oscar (σ.δ. στην ταινία “Working girl” του Mike Nichols, 1988); Οπότε, πονηρά σκεπτόμενος είπα “ας σπουδάσω και ηθοποιός”. Αλλά από εκεί και μετά το ένα φέρνει το άλλο. Είχα σπουδάσει στην Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης, της Ρούλα Πατεράκη, όταν ήταν εδώ η σχολή της ακόμα. Δεν είχα διακόψει τη σχέση μου όμως και με το Θεατρικό Εργαστήρι. Τελειώνοντας λοιπόν σαν ηθοποιός, αρχίσανε και οι πρώτες σκηνοθεσίες. Πρώτα έκανα το “Νερό για πέταμα” της Ευγενίας Φακίνου. Μετά, ως ανεξάρτητη πρώτη μεγάλη σκηνοθεσία, έκανα το «The Collection» του Harold Pinter, όπου έγινε και η γνωριμία με τον Pinter, η οποία κράτησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Ήμουνα στην Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης, όπου έπαιξα στα "Σκοτεινά Εγκλήματα" (σ.δ. “Φάκελος” του Φουκώ και “Ελευθερία στη Βρέμη” του Φασμπίντερ), αλλά ήμουνα και στο Θεατρικό Εργαστήρι Θεσσαλονίκης όπου τελικά έμεινα. Οι δουλειές που προέκυψαν εκεί ήταν κυρίως ως ηθοποιός, μέχρις ότου αισθάνθηκα ότι ήθελα να προχωρήσω μόνος μου. Έτσι αποσχίστηκα από το Θεατρικό Εργαστήρι και δημιούργησα το Θέατρο Αναζήτησης Θεσσαλονίκης που τώρα ανήκει στην Μη Κερδοσκοπική Εταιρία “Θεατρική έρευνα”. Η πρώτη παράσταση που κάναμε ήταν μία δική μου οικονομική καταστροφή. Ήταν το “Μπ... όπως Μπέκετ”, “το όνομα της ιστορίας”. Εφτά μονόπρακτα του Μπέκετ, με χορό και τη μοναδική ταινία που γύρισε ο Μπέκετ, που μου την είχε στείλει το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης. Απαιτούσε άπειρα χρήματα και η παράσταση διαρκούσε 5,5 ώρες. Η Θεσσαλονίκη κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου για κάτι τέτοιο, δεν ήταν έτοιμη, και υπήρξε μία καταστροφή οικονομική. Από τα «Δημήτρια» που έκανα το “Έκβους” (του Peter Shaffer) κόπηκα, αφού είχα περάσει, και ήξερα και το ποσόν που θα έπαιρνα, γιατί κάποιος από την επιτροπή βγήκε και είπε “Μα στο “Έκβους” έχει κτηνοβασίες! Έτσι και το βγάλουμε ως δήμος Θεσσαλονίκης θα μας κράξουνε και οι πέτρες”. Και προφανώς επειδή η άγνοια είναι ισχυρότατη σε ένα μεγάλο ποσοστό αυτών που λυμαίνονται τα πόστα αυτά, τελικά κόπηκα. Μετά από δύο χρόνια το παρουσίασαν στο Λονδίνο και το θεωρήσανε μεγάλη παράσταση.
Η μέχρι τώρα πορεία σας, πόσες παραστάσεις έχει στο ενεργητικό της;
Μέχρι τώρα έχω κάνει 73 θεατρικές παραστάσεις και ορισμένες τηλεταινίες, μία μάλιστα ήταν σε συνεργασία με την ΕΤ3. Με γυροφέρνει πολύ το σινεμά, αλλά επειδή είναι πολύ μεγάλη κοκέτα.
Μεγαλύτερη από το θέατρο;
Αναμφίβολα. Γιατί στο θέατρο, αν μη τι άλλο, έχεις ένα χώρο, κάποιους ηθοποιούς, έχεις άπειρες ώρες με αυτούς τους ηθοποιούς και βγάζεις ένα αποτέλεσμα.
Άν είχατε να διαλέξετε μεταξύ των δύο θα επιλέγατε κινηματογράφο;
Ούτε συζήτηση. Τον κινηματογράφο, που είναι πολύ πιο γοητευτικός. Δεν τον συγκρίνω με τίποτα.
Για το αποτέλεσμα ή για τις δυνατότητες που δίνει το συγκεκριμένο μέσον;
Κατ' αρχήν, ο κινηματογράφος είναι ένα πάρα πολύ ζωντανό πράγμα. Ενώ αισθάνεσαι τις κινηματογραφικές αίθουσες σαν ένα πολύ νεκρό πράγμα. Απαιτεί μια πολύ μεγάλη ομάδα ανθρώπων να εργαστούν πάνω σε αυτό. Δίνει μεγάλη δυνατότητα να κινηθείς σε πολλούς χώρους, και γενικά αυτό που λέμε post-production είναι πολύ σημαντικό. Και το pre-production παίζει ρόλο, κυρίως με τη λογική του να κάνεις την προετοιμασία που κάνεις στα γυρίσματα, τους χώρους που θα διαλέξεις, με ποιους θα συνεργαστείς. Αλλά κυρίως το post-production είναι κάτι σημαντικό, το μοντάζ. Ας πούμε σε αυτή την ταινία που κάναμε με την ΕΤ3 το “Ένα πτώμα χορεύει στο σεληνόφως”, μας πήρε το μοντάζ έξι μήνες. Τα γυρίσματα διήρκησαν 12 μέρες. Η διαδικασία στο στούντιο ήταν μεγάλη. Ισορρόπηση των χρωμάτων, των φωτισμών, του ήχου. Χρειάστηκε να ξαναφέρω ηθοποιούς σε στούντιο, γιατί δεν ήτανε πολύ καλή η ηχητική λήψη στον εξωτερικό χώρο ή γιατί είχε πάρα πολύ αέρα και όπου και να κάναμε γύρισμα δε μπορούσαμε να έχουμε καθαρές τις φωνές τους. Είναι μία τεράστια περιπέτεια το να γυρίσεις μία ταινία. Είναι πολύ γοητευτική αλλά είναι και πολύ εξουθενωτική. Έχει όμως και ένα ακόμα πλεονέκτημα σε σχέση με το θέατρο. Μένει για πάντα. Ενώ το θέατρο είναι παροδικό. Όσο και να είσαι ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα που έχεις κάνει, κάποτε τελειώνει.
Τα τελευταία χρόνια, μετά από μία μικρή απουσία επιστρέψατε με το «Κενό. Κοινό. Καινό»… Αυτό ήτανε η επανάκαμψη μου. Είχα να κάνω επαγγελματική παράσταση 2- 3 χρόνια γιατί είχα εμπλακεί και στη διαδικασία της τηλεόρασης με το κανάλι “Θεσσαλονίκη”, όταν φαινόταν ότι θα γίνει κάτι ουσιαστικό. Παράλληλα ήμουν και στα ΙΕΚ Ακμή και δεν είχα καθόλου χρόνο για να κάτσω να δουλέψω γιατί η ζωή μου είχε γίνει ένα πατίνι, οπότε μετά από δύο χρόνια, όταν αυτά σταμάτησαν, είπα “θέλω να ξαναρθώ στα θεατρικά πράγματα αλλά θέλω να έρθω με κάτι πάρα πολύ προσωπικό.” Και έγινε αυτή η παράσταση το “Κενό. Κοινό. Καινό.”. Το οποίο ήτανε ένα μικτό θέαμα. Ήτανε δύο οθόνες που πρόβαλαν, ηχητική μπάντα και θεατρικά δρώμενα με συγκερασμό μεταξύ τους. Πολλές φορές δεν υπήρχε θεατρική δράση πάνω στη σκηνή. Έβλεπες τις οθόνες και άκουγες τον ήχο. Πάγωνε όλη η δράση. Άλλες φορές ήταν εκ παραλλήλου, άλλες φορές επικρατούσε μόνο η θεατρική δράση. Αυτό απαιτεί τρομερές ισορροπίες. Και αν λάβουμε υπόψιν μας ότι, επί της ουσίας, υπήρχαν 5- 6 διαφορετικά κείμενο τα οποία έπρεπε να συγκεραστούν για να αποδοθεί αυτό που ήθελα, καταλαβαίνετε τις δυσκολίες του έργου. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο έβρισκε το “Μπ... όπως Μπέκετ”, επειδή το “Μπ... όπως Μπέκετ” είχε υπότιτλο “το όνομα της ιστορίας”. Ανίχνευε εκείνη η παράσταση μέσα από τα κείμενα του Μπέκετ την ιστορία, όχι σαν ιστορία γραφής αλλά τον αντίκτυπο που έχουν ιστορικά γεγονότα πάνω στα άτομα. Με το “Κενό. Κοινό. Καινό” ξαναήρθα σε επαφή με έννοιες όπως αυτές των μειονοτήτων, της περιθωριοποίησης, του εγκλεισμού που επιβάλλεται πάλι μέσα από ιστορικά γεγονότα. Μετά από το “Κενό, κοινό, καινό” έγινε η “Εύθραυστη Ισορροπία” του Edward Albee. Στη συνέχεια έκανα το “Mετά τη βροχή” του Sergi Belbel. Ύστερα, δέχθηκα μία πρόσκληση για κάτι καινούριο, ένα νεοελληνικό έργο, “Το ψάρι στα χείλη” του Βασίλη Τσικάρα. Αυτό μου δημιούργησε μεγάλη ένταση, διότι μία μεγάλη πλειονότητα ανθρώπων, οι οποίοι παρακολουθούν τη δουλειά μου είπαν “μα πώς είναι δυνατόν μετά από τόσους μεγάλους συγγραφείς να παίρνεις νιόβγαλτο νεοέλληνα συγγραφέα και να τον σκηνοθετείς;” Ακούστηκαν διάφορα και περίεργα, για παράδειγμα «ήταν σαν να βλέπαμε το Βολανάκη να σκηνοθετεί Σεφερλή!». Πριν από τον «Herr (ο Κος) Κόλπερτ», σκηνοθέτησα την “Προδοσία” του Κάρολ Πίντερ, στο θέατρο «90 μοιρών». Ήτανε να επαναληφθεί, αλλά δυστυχώς, επροδόθειν από συνεργάτες.
Αποτελεί μελλοντικό σχέδιο σας να ξανανέβει η παράσταση; Το βλέπετε πιθανό ή θέλετε;
Σπανίως ξανά ανεβάζω πράγματα. Με τον «Κόλπερτ» ήταν ένα στοίχημα να το δω να ανεβαίνει, είναι η τρίτη φορά, γιατί ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη ήταν αυτό που ήθελα να δείξω στον κόσμο. Δεν είχε βάση εκεί που έπρεπε. Οπότε, όταν προτάθηκε από το Αθήναιον να γίνει ξανά, είπα ναι, με αυτό όμως το σκεπτικό. Τώρα, προσωπικά, θέλω να ετοιμάσω ένα εξίσου λίγο προχωρημένο εγχείρημα, το έργο “Πίσω από τις κλειστές πόρτες”. Το έχουμε γράψει μαζί με τη Νατάσσα Κοντελεντζίδου και βασίζεται σε ένα γαλλικό μυθιστόρημα. Είναι ένα έργο πολύ ιδιόρρυθμο.
Όταν λέτε ιδιόρρυθμο, τι εννοείτε; Από θεματολογία ή από κάποια άλλη άποψη; Από όλες τις απόψεις. Η θεματολογία του είναι μία σειρά από οντισιόν που παρακολουθούν οι θεατές. Και λίγο ως πολύ οι περισσότεροι έχουν και μία απορία, «τι στον κόρακα κάνουν όταν υπάρχουν οντισιόν». Με τη μόνη διαφορά ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με οντισιόν η οποία έχει να κάνει με κινηματογραφικό έργο. Έχω αρχίσει να το οργανώνω, αλλά είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον και δημιουργικό. Μακάρι να φτάσουμε στο σημείο και να ανέβει.
Όσον αφορά το «Herr (ο Κος) Κόλπερτ», πώς αποφασίσατε να το ανεβάσετε; Γιατί είναι και λίγο πιο περίεργο. Μία μαύρη κωμωδία,που εμένα τουλάχιστον προσωπικά μου θύμισε και λίγο από Ταραντίνο και λίγο από Νικολαΐδη, από σινεμά.
Μα ναι, γίνονται τέτοιες αναφορές. Με ενδιαφέρει και η λογική ενός θρίλερ και ο φόβος. Ήδη είχα κάνει την “Παγίδα θανάτου” και ούρλιαζε κόσμος μέσα στο θέατρο σε σκηνές. Για μένα όμως το πιο τρομακτικό, ήταν το “H γυναίκα με τα μαύρα”, που έγινε και ταινία με τον Danielle Radcliffe. Το διάβασα, ενθουσιάστηκα και το έκανα θεατρική παράσταση. Υπάρχει μία σχέση με το θρίλερ. Απλώς αυτό που είναι προκλητικό είναι πώς μπορείς αυτό να το κάνεις στο θέατρο. Γιατί στο σινεμά, τα κόλπα είναι λίγο πολύ πια γνωστά. Ατμόσφαιρα, μουσική, αίμα, μισοκοιτάγματα από δω από κει, σασπένς, σασπένς, μπαμ. Στο θέατρο, το να τρομάξεις τον κόσμο είναι λίγο δύσκολο. Βέβαια ο «Κόλπερτ», δεν ανήκει τόσο πολύ στα θρίλερ. Έχει βέβαια στοιχεία, πολλές φορές, σε πράγματα τα οποία τα δουλεύω περισσότερο και με όσο δυνατόν πιο ανοιχτό μυαλό, μου συμβαίνει αυτό. Ίσως επειδή εγώ εξοικειώνομαι μαζί τους τόσο πολύ. Κάτι τέτοιο έγινε και όταν έκανα τα “Όνειρα”, το οποίο παίχτηκε και στη Λισσαβόνα. Δεν φανταζόμουνα ότι μπορεί ο κόσμος να έφευγε μέσα από το θέατρο, επειδή δεν το άντεχε. Ήταν πολύ σκληρό το θέαμα αυτό καθ’ αυτό. Αλλά από τον τίτλο είναι πολύ σαφές, μέσα στα όνειρα υπάρχουν και οι εφιάλτες, δεν υπάρχουν; Το μεγαλύτερο μέρος που τους ξένισε ήταν το κομμάτι αυτό, των εφιαλτών.
Οπότε, ορμώμενος από αυτό κόψατε και τις πολλές σκηνές από τον “Κόλπερτ”; Όχι, έτσι ακριβώς είναι γραμμένο. Μέχρι τα τελευταία 20 λεπτά ο θεατής πρέπει να μην είναι σίγουρος για το τι ακριβώς συμβαίνει στην παράσταση. Πόσο σοβαρό είναι όλο αυτό το θέμα και εάν είναι όντως μία φάρσα ή ένα κακόγουστο αστείο. Μετά καταλαβαίνει ότι δεν είναι αστείο το όλο θέμα.
Εσείς είστε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα.
Ναι, ό,τι ήθελα να πω με τον “Herr Κόλπερτ” το είπα. Δεν πρόκειται να το επαναλάβω.
Με την ανταπόκριση από το κοινό είστε ευχαριστημένος;
Όχι. Με ποια έννοια το λέω; Εξακολουθεί να είναι καχύποπτο το κοινό απέναντι σε παραστάσεις θρίλερ ή πρέπει να είναι πολύ ξεκάθαρο ότι είναι θρίλερ, οπότε έρχονται όλοι αυτοί που είναι φαν αυτού του είδους. Ίσως γιατί ο Θεσσαλονικιός θεατής θέλει να είναι καθαρό. Να ξέρει τι είναι αυτό που βλέπει. Είναι κωμωδία, είναι αισθηματικό, είναι δράμα, τέλος. Επειδή και το συγκεκριμένο έργο είναι πάρα πολύ μοντέρνα γραμμένο (σημ. ο David Gieselmann είναι από τους καινούριους κορυφαίους συγγραφείς στην Ευρώπη) ίσως και αυτό κάπου να τους ενοχλεί. Δηλαδή δε φοβάται να βάλει λίγο πιο σκληρή γλώσσα, αλλά δεν το κάνει όμως προς εντυπωσιασμό. Εδώ πέρα έχω δει κοινό το οποίο πηγαίνει σε πολύ δεύτερες ας το πούμε, επιθεωρήσεις ακόμα και σε πρώτες, και με πολύ χειρότερη γλώσσα γελάει και δεν έχει πρόβλημα.
Ευχαριστώ πολύ!
Δημήτρης Σταυρόπουλος