Συνομιλήσαμε με την Λέλα Ράμογλου, σκηνοθέτη του performance “Fake time” και σας μεταφέρουμε ό, τι είπαμε. Μια συνέντευξη ανατρεπτική, άκρως ενδιαφέρουσα όπως φυσικά και η παράσταση.
Fake time τι σημαίνει? Το Fake time συμβολίζει τον ψεύτικο κόσμο που ζούμε, τις ψεύτικες εποχές όπου όλοι υπόσχονται και ποτέ δεν εκπληρώνουνε αυτό που μας τάζουνε, την προσωπική αντίληψη του καθενός για τον χρόνο, τον χρόνο που έχει γίνει αγχωτικός και που μας προκαλεί όλες αυτές τις ασθένειες που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Δηλαδή το Fake time είναι όλο αυτό που ζούμε σήμερα? Κυρίως ναι, αλλά είναι και το χθες αλλά και το αύριο. Κυρίως είναι το τι θα κάνεις για το αύριο, είναι το χθες που σε έφερε εδώ σήμερα, αλλά και η νοσταλγία του παρελθόντος που είναι μια φανταστική αρρώστια από την οποία πάσχουνε πολλοί και είναι το σήμερα. Δεν θα μπορούσες να ζεις σε άλλη εποχή εκτός από το σήμερα όπου όλοι πάσχουν από τόσα πολλά πράγματα.
Από το άγχος της καθημερινότητας και από τους δύσκολους-γρήγορους ρυθμούς… Ναι και από αυτό…
Την κρίση της δημοκρατίας… Από τις εξουσιαστικές τάσεις, από την καταπίεση της οικογένειας, απ’ αυτή την βιομηχανία της τρέλας. Έχουμε σκοτώσει την παιδικότητα. Έχουμε σκοτώσει την αθωότητα που κρύβουμε επειδή δεν γίνεται αλλιώς. Άλλωστε δεν θα είχε νόημα αυτή η performance σε μια εποχή που όλα ήταν ρόδινα.
Το σήμερα δηλαδή είναι ας το πω «σάπιο»; Ίσα – ίσα, είναι ποιο ενεργοποιημένο ίσως. Υπάρχει όλη αυτή η «σαπίλα» που θέλει όλους να μας φάει. Αλλά το ερώτημα, το οποίο θέτουμε και στην παράσταση, είναι: θα αντισταθείς σε αυτό ή θα γίνεις ένα «υπέροχο κομμάτι» της; Έχει πάρα πολλά πρόσωπα.
Πώς δημιουργηθήκατε ως ομάδα;
Από πέρυσι ξεκινήσαμε, κάπως τυχοδιωκτικά. Είχαμε πει στην αρχή για έξι εβδομάδες και έτσι τυχαία κάπως μαζευτήκαμε. Δέσαμε πολύ και έτσι το κρατήσαμε για έξι μήνες όπου οι performer ανανεώνονταν σε κάθε παράσταση επειδή δεν περιμέναμε ότι θα κρατούσε τόσο. Και ενώ ξεκίνησε έτσι όπως είπαμε, μετά κάναμε ακροάσεις και έτσι έδεσε, δένει και συνεχίζει.
Συγχαρητήρια, γιατί φαίνεται πόση δουλειά ρίξατε και για τα σκηνικά και για τους ηθοποιούς, οι οποίοι ήταν πάρα πολύ καλοί στο πώς μπορούσαν να διαχειριστούν τον κόσμο με τον οποίο βρισκόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο - πράγμα πάρα πολύ δύσκολο. Ναι γιατί η σημαντικότερη «πρόβα» τους είναι αυτή με του θεατές. Ο θεατής είναι ο πρωταγωνιστής, τον έχεις μπροστά σου, όπως και σε όλες μου τις δουλειές. Είναι δύσκολη αυτή η πρόβα γιατί είναι άπειρες και οι αντιδράσεις που ο ηθοποιός μπορεί να δεχτεί από τους θεατές χωρίς να μπορεί από πριν να τις προβλέψει. Οπότε ο ηθοποιός πρέπει να κάνει τον ρόλο του, να είναι ο εαυτός του μέσα από αυτόν τον ρόλο, γιατί και ο ρόλος προσαρμόζεται στην προσωπικότητα του ηθοποιού για να είναι αληθινός. Άμα ο ηθοποιός δεν πείσει τον ίδιο του τον εαυτό τότε δεν θα πείσει και τους άλλους. Και ακριβώς εκεί έγκειται και η επιτυχία της διάδρασης. Μετά, από εκεί και πέρα, πρέπει ο ηθοποιός να δει και μαζί με τους συν-performers πώς θα αντιμετωπίσει τον θεατή. Όση πρόβα και να κάνεις εάν δεν το ζεις εκείνη την στιγμή δεν πετυχαίνει.
Γενικά παρακολουθώντας κάποιες δουλειές σου λειτουργείς σαν να βάζεις ένα καθρέφτη της πραγματικότητας μπροστά στον θεατή, σαν να υπαγάγεις τον θεατή σε μια αντίστροφη ψυχολογία, αν μπορώ να το πω έτσι. Προσπαθούμε να τοποθετήσουμε την εποχή μας μέσα στο σήμερα για να δει ο θεατής πού βρίσκεται και πού εντάσσεται μέσα σ’ αυτό. Γι’ αυτό τον λόγο άλλωστε κάνουμε το performance σε ένα ξενοδοχείο όπου ο θεατής προσπαθεί να φτιάξει μια κάθετη κοινωνία από όλα αυτά που αντιμετωπίζουμε στην καθημερινότητά μας και μετά βρίσκεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Αυτό προσπαθούμε: να κατασκευάσει ο θεατής τον καθρέφτη του εαυτού του μέσα από διάφορα πράγματα που ταυτίζεται. Μπορεί να ταυτίζεται με εξουσιαστικούς χαρακτήρες, με αριστοκρατικούς, με ήρεμους…αυτός είναι ο λόγος που μέσα σ’ αυτό το ξενοδοχείο συνυπάρχουν τόσα διαφορετικά επίπεδα, τόσοι διαφορετικοί κόσμοι.
Ως άνθρωπος τι σε ώθησε να κάνεις αυτό το performance;
Αυτό που λαμβάνω από την καθημερινότητά μου, η παρατήρηση των ανθρώπων τριγύρω και το ότι όλοι βασικά παίζουν αυτό το παιχνίδι του κοινωνικού performing. Όλοι κάθε μέρα έχουμε ένα φανταστικό ρόλο. Ο καθένας εφαρμόζει την πραγματικότητά του μέσα από ρόλους που τον αναγκάζουν να υποδυθεί και αυτό που θέλουμε να υποδείξουμε στον θεατή είναι: δες ένα ρόλο ακόμη μια φορά, αλλά βγαίνοντας να μπορείς να καταλάβεις πότε είσαι σε «ρόλο» και πότε όχι, και επίσης να επιλέξεις αυτό που θέλεις εσύ και όχι οι άλλοι.
Αρκετά δύσκολο… (γέλια). Βασικά είναι πολύ δύσκολο να διακρίνεις τι θες εσύ πραγματικά και τι σου έχουνε επιβάλλει να θέλεις - όπως, άλλωστε, σε κάνει να αναρωτηθείς και η παράσταση. Ακριβώς αυτό προσπαθούμε μέσα από την παράσταση: να κάνουμε τους θεατές να αναρωτιούνται από εδώ πέρα. Αυτό είναι μια αρχή. Εσένα πώς σου φάνηκε; Σου πέρασε κάποια από τα μηνύματα που προσπαθούμε να περάσουμε;
Αυτό που σίγουρα πέρασε σ’ εμένα είναι αναρωτηθώ για το πού βρίσκομαι τώρα, πού ίσως να οδεύω, γιατί να βρίσκομαι εδώ, ποιοι είναι οι λόγοι, πώς δημιουργήθηκαν αυτοί οι λόγοι και από τι δημιουργήθηκαν. Όσον αφορά το πώς μου φάνηκε δεν ξέρω από πού να πρωταρχίσω… Το δωμάτιο απομόνωσης μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση αφού μου σήμανε το καμπανάκι της επικινδυνότητας της κατάστασης. Επίσης με άγγιξε η «γιατρός», που μέσω αυτής αυθόρμητα συνειδητοποίησα στιγμές σταθμούς στην ζωή μου. Ο Elvis μου έμεινε στο μυαλό διότι ο συνδυασμός της συγκεκριμένης μορφής με την συγκεκριμένη ερμηνεία καθώς επίσης και πώς το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό για τον Elvis είναι το τραγούδι “Love me tender”, με οδήγησε στην διαπίστωση πως αυτή η τρυφερότητα έχει πια γεράσει. Η «νεράιδα», όπως την αποκάλεσα εγώ, που βρίσκεται στον όροφο με την φύση όπου με αυτή την «ελαφριά» παρουσία της σε έκανε να δημιουργήσεις και να αισθανθείς ένα διαφορετικό, γαλήνιο κόσμο δίνοντας χώρο για εσωτερική αρμονία και σκέψη. Το «κοριτσάκι» στο δωμάτιο που έκανε κούνια μαζί, σε συνδυασμό με τα συγκεκριμένα σκηνικά, μου έδωσε αυτήν την αίσθηση της προσκόλλησης της μητέρας προς την κόρη χωρίς να της αφήνει χώρο να ωριμάσει. Εάν με αφήσεις, δεν θα σταματήσω να μιλάω!
Ακόμη ένα πράγμα που με συνεπήρε στην παράσταση είναι το πόσοι διαφορετικοί κόσμοι μπορούν να συνυπάρξουν στην ιστορία ζωής ενός άνθρωπου, όπως και στη ζωή της γυναίκας στην παράσταση. Η γυναίκα αυτή προερχόταν από μια ξεπεσμένη αριστοκρατική οικογένεια, όπου το κοινωνικό της περιβάλλον ήταν μια βιτρίνα. Είχε μια πολύ αυστηρή μάνα που την έβαζε συνέχεια να προσπαθεί να κατακτήσει τον ουρανό. Στη συνέχεια έκανε την ζωή της, ερωτεύτηκε, έμεινε έγκυος και ένιωθε μεγάλη χαρά. Φυσικά όμως στην οικογένεια της δεν άρεσε αυτό, καθώς το παιδί που κυοφορούσε δεν είχε «βασιλικό» αίμα και στην ουσία η οι γονείς τής της προκάλεσαν την αποβολή, αυτοί της σκότωσαν το μωρό, το φάγανε. Ουσιαστικά όμως εάν δεν τους επέτρεπε, δεν θα τα έκαναν όλα αυτά. Το λέω αυτό γιατί σκηνοθετικά έχει στηθεί ότι η κοπέλα είναι κλωνοποιημένη, καθώς αυτή η κοπέλα υπάρχει σε κάθε χώρο, σχεδόν σε κάθε στάδιο της ζωής της. Μετά, αφού κατάλαβε ότι δεν πρέπει να αμφισβητεί ούτε ακόμα την οικογένεια της, αντιλαμβανόμενη πως η οικογένειά της έχει την δύναμη να την καταστρέψει, ξεκίνησε την κάθοδο της σιγά - σιγά. Κάθε φορά σε ένα όροφο πιο κάτω. Ο όροφος με το δάσος π.χ συμβολίζει τις φιλοσοφικές της απορίες, το ψυχιατρείο είναι πιο πριν, όπου την στείλανε οι γονείς της επειδή αντιδρούσε και προκαλούσε την δημόσια αιδώ, ντρεπόντουσαν γι’ αυτό και έτσι την έκλεισαν εκεί πέρα ώστε να είναι σίγουροι έχοντάς την υπό έλεγχο. Αυτή όμως δεν ήταν τρελή και οι γιατροί εκεί πέρα ήταν στην ουσία πιο τρελοί από αυτήν. Σαν υπέροχα γρανάζια της βιομηχανίας αυτής, τους έβαλε να παίξουν την ανταλλαγή ρόλων, τους υπέβαλε σε ρόλους εμπνευσμένους από την κοινωνικά διεστραμμένη της ζωή με αποτέλεσμα οι γιατροί να αποτρελαθούν τελείως, να μπερδευτούν και στο τέλος να την αφήσουν να φύγει. Στην συνέχεια επέλεξε να πάει στο αστυνομικό τμήμα και να κάνει την ξεφτιλισμένη τύπισσα να αντιταχθεί στο κοινωνικό της status. Το θέμα ήταν ότι η γυναίκα ήταν ήδη σε εξουσιαστική θέση επομένως δεν μπορούσε να την πειράξει κανείς. Τέλος, η ίδια αποφάσισε να επιστρέψει εκεί που γεννήθηκε και να δηλώσει ότι θέλει να πεθάνει για να ξαναγεννηθεί. Αυτό που μας νοιάζει όμως είναι να βγάλει ο καθένας την δική του ιστορία, την δική του ερμηνεία από εδώ.
Στην ουσία αυτό που τονίζεται και στο πρόγραμμα, δηλαδή ότι ο καθένας αντιλαμβάνεται με βάση των δικών του βιωμάτων το κάθε τι, ισχύει. Είναι σαν την «Ασκητική», την οποία έχετε εντάξει και στην παράσταση. Όταν διαβάσει κανείς την «Ασκητική» σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του μπορεί να συμπεράνει και άλλα νοήματα. Αυτό συμβαίνει και εδώ κατ’ εμένα. Άλλωστε μετά το τέλος της παράστασης συνομιλώντας με άλλα άτομα, διαπίστωσα ότι ενώ είδαμε τα ίδια πράγματα, αισθανθήκαμε, βιώσαμε, είδαμε διαφορετικά το έργο. Υγιέστατο!!! (γέλια)