- Λεπτομέρειες
-
Κατηγορία: Συνεντεύξεις
-
Δημοσιεύθηκε : Τετάρτη, 09 Νοεμβρίου 2022 16:10
Ένα έργο με κείμενο τόσο διαχρονικό, που είναι ανατριχιαστικά επίκαιρο. Το bullying και τα μύρια κακά που το ακολουθούν. Η κυρία Εβίτα Παπασπύρου πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Τα όρια», υποδύεται η ίδια όλους τους χαρακτήρες, γίνεται όλα τα πρόσωπα και μοιράζεται μαζί μας εικόνες και στιγμιότυπα από το στήσιμο της παράστασης, καθώς και τις απόψεις της για το θέμα, μιλά για την τέχνη της και το μέλλον. Θερμές ευχαριστίες στον Αντώνη Κοκολάκη και τη λαμπρή ομάδα του, που φρόντισαν να πραγματοποιηθεί αυτή η συνέντευξη.

Πώς έγινε η προσέγγιση για το συγκεκριμένο έργο; Τι ήταν αυτό που σας έκανε να πείτε ότι θα το κάνετε και θα πρωταγωνιστήσετε;
Αυτό που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο ήταν το θέμα του. Το έργο έχει ως θέμα ένα πραγματικό περιστατικό κακοποίησης (bullying), που συνέβη σε ένα σχολείο της Ρουμανίας. Η κακοποίηση, που έχει στόχο ένα υπέρβαρο κορίτσι, όχι μόνο είναι διαρκής και το περιθωριοποιεί, αλλά καταλήγει σε σεξουαλική παρενόχληση και επίθεση. Ακόμα και η καθηγήτρια, που προσπαθεί να το υπερασπιστεί, πέφτει κι αυτή θύμα κακοποίησης και συνθλίβεται από τον οικονομικά ισχυρό πατέρα του βίαιου μαθητή. Ξεκινώντας από αυτό το περιστατικό, το έργο και η παράσταση διεισδύουν στο καυτό ζήτημα της Παιδείας, της εκπαίδευσης, των σχέσεων μεταξύ δασκάλων και μαθητών, μεταξύ γονιών και παιδιών. Στο θέατρο Μοντέρνοι Καιροί, επιλέγουμε έργα που θίγουν ουσιώδη ζητήματα, που είναι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινωνίας. Ένα έργο για την Παιδεία είναι πάντα στο επίκεντρο και πάντα επίκαιρο, μας αφορά όλους. Γιατί τα παιδιά είναι το μέλλον του κόσμου. Φυσικά μέτρησε και ότι καλλιτεχνικά το έργο μας κέντριζε για μια ενδιαφέρουσα παράσταση και ο ρόλος ήταν μια ερμηνευτική πρόκληση.
Όχι απλά είναι ένας μονόλογος, αλλά ερμηνεύετε μία σειρά από ρόλους. Πραγματικά ένα ερμηνευτικό στοίχημα;
Αλήθεια, έτσι είναι. Είναι ένα ερμηνευτικό στοίχημα γιατί απαιτεί από τον ηθοποιό να εντείνει όλες του τις δυνάμεις, να οξύνει τα αντανακλαστικά του, να είναι ελαστικός σαν λάστιχο, να έχει μεγάλη οργανωτικότητα, αυτοπειθαρχία, διαύγεια πνεύματος, να βρίσκεται συνεχώς σε ετοιμότητα. Αλλά είναι και ένα σκηνοθετικό στοίχημα, γιατί ο σκηνοθέτης πρέπει να βρει λύσεις, έτσι ώστε η αφήγηση να είναι σαφής, η παράσταση ενδιαφέρουσα και ψυχαγωγική. Το αποτέλεσμα το κρίνει πάντα το κοινό. Αν και από τις πρώτες παραστάσεις, η θερμή ακόμα και συγκινητική ανταπόκριση του κοινού κάθε ηλικίας, δείχνουν ότι κερδίσαμε το στοίχημα. Μάλιστα έχουν παρακολουθήσει την παράσταση παιδιά δεκατεσσάρων χρονών ή και μεγαλύτεροι έφηβοι και είναι συγκλονιστικό το πόσο το έργο τους αφορά και τους συγκινεί, γιατί αναφέρεται ακριβώς στην κατάσταση που βιώνουν καθημερινά, στους προβληματισμούς τους και στις ανησυχίες τους.
Είναι ο μονόλογος η πιο δύσκολη μορφή απόδοσης ρόλου; Επειδή είστε μόνη σας, απέναντι στο κοινό.
Δεν ξέρω αν είναι η πιο δύσκολη μορφή. Πάντως, σίγουρα, το να είναι κανείς μόνος του στη σκηνή για εξήντα-εβδομήντα λεπτά, είναι αδυσώπητο. Γιατί ο ηθοποιός οφείλει για όλο αυτό το χρονικό διάστημα να κρατάει το ενδιαφέρον του κοινού αμείωτο, να κρατάει την ενέργειά του ψηλά, χωρίς να μοιράζεται τη σκηνή με κάποιον άλλον ηθοποιό. Οποιοδήποτε σκηνικό απρόοπτο πρέπει να το αντιμετωπίσει μόνος του, είτε είναι μια ξαφνική αδιαθεσία, είτε ένα λάθος κειμένου. Ο ηθοποιός πρέπει να φλέγεται, ενώ το μυαλό πρέπει να είναι σε διαρκή εγρήγορση και πειθαρχία. Από την άλλη, η απόλαυση είναι μεγάλη. Όταν ολοκληρωθεί η παράσταση - και εφόσον έχει επιτευχθεί η επικοινωνία μεταξύ σκηνής και πλατείας- τότε και ο ηθοποιός και το κοινό νιώθουν ότι έχουν μοιραστεί μια συναρπαστική εμπειρία. Κι αυτός πρέπει να είναι ο στόχος κάθε παράστασης. Τίποτα λιγότερο.
Πόσο καιρό σας πήραν οι πρόβες; Υπήρχε κάποιο σημείο που να ζητούσε ιδιαίτερη προσοχή;
Ασχολούμαστε με το έργο από τον Μάρτιο, γιατί είχαμε να κάνουμε και συγγραφική εργασία. Διασκευάσαμε το πρωτότυπο ρουμανικό έργο, για να ταιριάζει καλύτερα με την ελληνική πραγματικότητα και προσθέσαμε και κάποια δικά μας κομμάτια. Τη διασκευή την κάναμε από κοινού με τον Κώστα Νταλιάνη, που υπογράφει και την εμπνευσμένη σκηνοθεσία. Η πρώτη σκηνή του έργου ήταν πραγματικά ένας υποκριτικός και σκηνοθετικός γρίφος. Είναι μια σκηνή όπου παίζω ταυτόχρονα - επί δέκα λεπτά - δύο ρόλους. Έναν άντρα και μια γυναίκα που μιλάνε μεταξύ τους, στο τηλέφωνο, με μεγάλη συγκινησιακή φόρτιση. Αυτό απαιτούσε ειδικό χειρισμό (σκηνοθετικό και υποκριτικό) για να λυθεί σκηνικά, έτσι ώστε να μπορεί ο θεατής να καταλάβει την ιστορία και να παρακολουθήσει τη συναισθηματική εξέλιξη. Ήταν μια πρόκληση, ένα καλλιτεχνικό αίνιγμα, που όταν λύθηκε μας γέμισε ευφορία και χαρά.

Μέχρι πότε θα είστε στο Θέατρο Μοντέρνοι Καιροί;
Είμαι ιδρυτικό στέλεχος του οργανισμού Μοντέρνοι Καιροί. Ιδρύσαμε το θέατρο «Μοντέρνοι Καιροί» μαζί με τον Κώστα Νταλιάνη και αργότερα, το 2006, ιδρύσαμε και την Δραματική σχολή «Μοντέρνοι Καιροί». Το ένα συμπληρώνει το άλλο. Στον θίασο Μοντέρνοι Καιροί μας αρέσει να συνεργαζόμαστε με απόφοιτους της σχολής μας, γιατί οι θεατρικοί κώδικες είναι κοινοί και θέλουμε όλα τα μέλη του θέατρου να μοιράζονται τις ίδιες καλλιτεχνικές ανησυχίες, αλλά και το ίδιο όραμα για τον στόχο της τέχνης. Είμαστε φυσικά ανοιχτοί και σε άλλες συνεργασίες με καλλιτέχνες που επικοινωνούν με τις ίδιες αξίες, πιστεύω όμως ότι για να έχουμε επιτεύγματα υψηλής ποιότητας στο θέατρο, πρέπει να υπάρχει κάποιος πυρήνας ανθρώπων με μακρόχρονη συνεργασία. Εξάλλου η παγκόσμια εμπειρία αυτό μαρτυρά.
Υπάρχει κάτι άλλο που κάνετε παράλληλα; Είναι ανακοινώσιμο;
Ναι, βέβαια. Στο θέατρο «Μοντέρνοι Καιροί» έχουμε ήδη ξεκινήσει πρόβες για τον «Κύκλο με την κιμωλία» του Μπρεχτ - ένα σπουδαίο έργο - και η παράσταση προγραμματίζεται ν’ ανέβει προς τα τέλη Ιανουαρίου. Η σκηνοθεσία είναι πάλι του Κώστα Νταλιάνη, που έχει σκηνοθετήσει και «Τα όρια». Εδώ – στον αντίποδα - είμαστε ένας θίασος ένδεκα ατόμων. Και φυσικά, διδάσκω Υποκριτική, όπως κάθε χρόνο, στη δραματική σχολή «Μοντέρνοι Καιροί».
Ο Έλληνας πηγαίνει στο θέατρο; Στηρίζει τον πολιτισμό;
Υπάρχει ένα σταθερό κομμάτι κοινού που πηγαίνει στο θέατρο φανατικά. Κι ένα άλλο κομμάτι που αδιαφορεί και θεωρεί το θέατρο κάτι βαρετό και αδιάφορο. Δυστυχώς το δεύτερο κομμάτι έχει μεγαλώσει πάρα πολύ στις μέρες μας. Πιστεύω ότι είναι πολλές οι αιτίες που ευθύνονται γι’ αυτό, αλλά σίγουρα μια βασική αιτία είναι ότι ένα κομμάτι του θεάτρου, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει ελιτίστικο κι αυτό είναι απογοητευτικό για τους θεατές. Κι εμένα την ίδια δεν με αφορά καθόλου αυτό το είδος θεάτρου. Αν ήμουνα ένας απλός θεατής και πήγαινα δυο-τρεις φορές σε κάποια παράσταση που περιφρονούσε τη λογική μου και δρούσε απάνω μου αυταρχικά, νομίζω πως δεν θα ξαναπήγαινα στο θέατρο.
Από την άλλη και το κοινό με την ευτέλεια του θεάματος που διαχέεται μέσα από την τηλεόραση, δεν είναι πια απαιτητικό, αρκείται στο ευτελές, στο λίγο. Το κοινό πρέπει να αναζητά τη συγκλονιστική εμπειρία στο θέατρο. Τι είναι αυτό που σας κάνει να δουλεύετε με τόσο ενθουσιασμό και πάθος για την τέχνη σας; Ποια η κινητήρια δύναμη;
Είναι η αίσθηση που έχω, πώς όταν βρίσκομαι πάνω στη σκηνή υπάρχω με τον εντονότερο και πολύχρωμο τρόπο. Όταν περπατάω στο πεζοδρόμιο έχω την εντύπωση ότι στενεύομαι, οι τοίχοι των σπιτιών με πιέζουν. Όμως όταν βρίσκομαι πάνω στη σκηνή νιώθω ότι βρίσκομαι σε μια ολόφωτη απλωσιά. Και από εκεί μπορώ να επικοινωνήσω με όλους. Γιατί ο άνθρωπος είναι ζώο κοινωνικό: θέλει να επικοινωνεί με τους άλλους και να αλλάζει τον κόσμο. Εμένα με ενδιαφέρει να προσπαθώ ν’ αλλάζω τον κόσμο δρώντας μέσα από το θέατρο.
Κώστας Κούλης