- Λεπτομέρειες
-
Κατηγορία: Συνεντεύξεις
-
Δημοσιεύθηκε : Τετάρτη, 21 Νοεμβρίου 2012 18:47

Η Νόρα Δημοπούλου και ο Βαγγέλης Ιεζεκιήλ Παπάς είναι οι δύο ηθοποιοί που αποδίδουν την ουσία του «Κάποιος μιλάει μόνος του κρατώντας ένα ποτήρι γάλα», κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στο θέατρο Άβατον. Δεν ξέρω πως καταφέρνουν και παίζουν αυτούς τους ρόλους σε εκείνες τις παλαβές διαστάσεις και πως κάνουν το σουρεάλ μέρος της ζωής μας… Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει, εγώ πέρασα καλά βλέποντας το έργο κι ας έκαψα τρία εκατομμύρια κύτταρα… Ήλθαμε σε επαφή με τα δύο νέα παιδιά και τα ρωτήσαμε για την παράσταση, για την θεατρική ομάδα που έχουν και το περίεργο όνομά της, για την ομορφιά του να έχεις παντού τον έλεγχο για κάτι που αγαπάς, για το τι σημαίνει να πατάς σε ένα κείμενο που δεν το ‘χει σε τίποτα να σε μουρλάνει. Ένα ποτήρι γάλα και ένας διάλογος χωρίς νικητή… Η Νόρα κι ο Βαγγέλης έχουν το λόγο. Πώς είπατε; Τι λέει ο ένας και τι η άλλη; Καλά, το έργο δεν το είδατε;
Ο τίτλος μιλάει για έναν άνθρωπο που μιλάει μόνος του, η παράσταση βασίζεται σε δύο ανθρώπους που συνομιλούν. Τελικά, αυτοί οι δύο όντως συνομιλούν ή απλά μιλούν παράλληλα;
Πολλοί τίτλοι έργων μιλούν για έναν, αλλά σίγουρα χρειάζονται περισσότεροι ακόμα και από δυο χαρακτήρες για να εξηγήσουν ποιος είναι αυτός ο ένας. Τόσα έργα είναι προσωπομετρικά, από αρχαίες τραγωδίες και σαιξπηρικά μέχρι σύγχρονα. Δεν είναι μονόλογοι. Και σχεδόν πάντα από τον περίγυρο τους μαθαίνεις ποιοι είναι πραγματικά παρά από ένα μονόλογο τους. Στη δική μας περίπτωση ισχύουν όλα. Υπάρχει ένας χαρακτήρας και μαθαίνουμε από τον ίδιο (μονοδιάστατα), από τρίτους χαρακτήρες, αλλά και από διαφορετικές εκδοχές του ίδιου του εαυτού λεπτομέρειες γι αυτόν.
Τι συμβολίζει το «ποτήρι γάλα»; Κάτι πρέπει να κρατάς για να μιλάς;
Ένα ποτήρι γάλα συμβολίζει πολλά… Το έργο μιλάει για τον Νεοέλληνα, τις συνήθειές του και τον τρόπο ζωής του τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ένα από τα κομμάτια της καθημερινότητας αυτού του Έλληνα είναι η οικογένεια, αυτό το αέναο πηγαινέλα στο πατρικό σπίτι, ακόμα και μετά την υποτιθέμενη ανεξαρτητοποίησή του. Το γάλα σε αυτή την περίπτωση έχει να κάνει με το θηλασμό. Την αγνή αλλά και εμμονική πράξη της παιδικής ηλικίας. Το δέσιμο που προκαλεί και εξηγεί αυτό το πηγαινέλα. Φυσικά, στην ανάγνωση του έργου εμείς είδαμε το γάλα και σαν το άσπρο που αποκαλύπτει όλη αυτή τη νοοτροπία και την εκθέτει. Εκθέτει αυτή την αρρωστημένη σε πολλές περιπτώσεις σχέση. Τέλος, υπάρχει και η χρήση του γάλακτος ως φάρμακο, ως αγωγή για τη διάσειση. Που και σε αυτή την περίπτωση βλέπουμε τη μάνα, έμμεσα, μέσω ενός προϊόντος που μας παρείχε σαν παιδιά, να μας βοηθάει να ξεπεράσουμε το χτύπημα.
Πρέπει όντως σε μια συνομιλία να υπάρχει ένας κερδισμένος; Ποιος βάζει τους κανόνες; Πώς αποδέχεται ο «άλλος» ότι δεν κέρδισε;
Έχουμε μάθει σε μια μέθοδο διαλεκτικής/ρητορικής οι Έλληνες. Συγκεκριμένη. Επιθετική. Κι έτσι πάντα πρέπει να υπάρχει ένας κερδισμένος. Εμείς. Ίσως το βαθύ πολίτικο μας παρελθόν – και δε μιλώ μόνο για τη σύγχρονη Ελλάδα, αλλά και για ό,τι κουβαλάει πολιτικά αυτή η χώρα από την αρχαιότητα – και η εμμονή μας με την παλικαρίσια νίκη, τη νίκη α λα Δαυίδ, δεν μας αφήνουν να ηρεμήσουμε αν χάσουμε σε ένα διάλογο. Τρωγόμαστε να βρούμε αυτό που ακόμα και στο τέλος της κουβέντας θα γυρίσει την πλάστιγγα υπέρ μας. Αυτό είναι από τη μια καλό γιατί δεν τα παρατάμε εύκολα, αλλά από την άλλη, επειδή το χρησιμοποιούμε παντού και με όλους, κάνουμε εχθρούς πολύ εύκολα. Ακόμα και φίλους. Και οικογένεια.
Κανόνες δεν υπάρχουν στην περίπτωση του έργου μας. Είναι βρώμικο παιχνίδι μια συνομιλία. Με την καλή έννοια. Με το σκεπτικό πως όλα παίζουν στο τραπέζι. Εκτίθεσαι. Όλα τα θέματα παίζουν και είσαι υποχρεωμένος, ακόμα και αν είναι χτυπήματα κάτω από τη μέση να απαντήσεις αλλιώς χάνεις. Όταν φουντώνει η κουβέντα, δεν κοιτάζει κανείς αν ο αντίπαλος σου δεν έπαιξε ηθικά. Περιμένουν να απαντήσεις. Δεν το κάνεις. Χάνεις.
Η αποδοχή της ήττας είναι κάτι μεγαλειώδες. Δε συμβαίνει συχνά. Συνήθως φαίνεται μέσα από το σεβασμό που τρέφει ο ηττημένος προς το νικητή. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάτι πιο ξεκάθαρο.
Πώς αποφασίσατε να προχωρήσετε με αυτό το κείμενο; Τι σας έκανε να ασχοληθείτε με το συγκεκριμένο βιβλίο;
Πέσαμε κατά λάθος πάνω του. Η πρώτη ανάγνωση ήταν αρκετή όμως. Η περιέργειά μας να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει στον πρωταγωνιστή αλλά και να αποκωδικοποιήσουμε τις συνθήκες και τις καταστάσεις της ιστορίας ήταν αυτό που μας έκαναν να ασχοληθούμε μαζί του.
Το ότι το βιβλίο αυτό είναι το πρώτο του Ευθύμη Φιλίππου, και μάλιστα σχετικά πολύ πρόσφατο, σας ιντρίγκαρε περισσότερο, όσον αφορά την επιλογή;
Πάντα ξεκινάμε με γνώμονα το τι θέλουμε να πούμε. Πριν ακόμα επιλέξουμε πώς – με ποιο έργο. Φυσικά και μας ιντρίγκαρε αλλά ταίριαζε και τόσο πολύ στον καημό μας. Σε αυτό που θέλαμε να δει ο θεατής στο 2012. Την αποκαθήλωση μιας εποχής ολόκληρης στην Ελλάδα, μέσω της έκθεσής της στη σκηνή. Τα κλισέ, ο τρόπος ζωής των τελευταίων δεκαετιών, το αγκίστρι που μας κρατάει στο πατρικό μας σπίτι. Όλα αυτά που αν τα δούμε κατάματα και τα αλλάξουμε, θα γίνουμε καλύτεροι. Θα ξεκολλήσουμε από έναν ασφαλή, αλλά εγκλωβιστικό, περίβολο που εμείς δημιουργήσαμε.
Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να «διανύεις» ένα θεατρικό έργο με μόνο έναν άνθρωπο απέναντί σου; Ποια τα «εμπόδια» και ποια τα «πλεονεκτήματα»;
Δεν έχει να κάνει με εύκολο και δύσκολο. Έχει να κάνει περισσότερο με τον όρο «ιδιαίτερο». Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ένα εμπόδιο είναι πως τα δύο άτομα παρέχουν δυο αναγνώσεις. Δύο διαφορετικές οπτικές του έργου. Όμως, αν έχεις κοινή ή παρόμοια αισθητική με τον απέναντί σου, όλα πάνε καλά. Αν όχι, πρέπει να κάνεις τις υποχωρήσεις που θα φέρουν το έργο στη μέση. Συνήθως όμως εμείς δεν κάνουμε υποχωρήσεις. Ούτε μεταξύ μας. Όχι γιατί απέχει η αισθητική μας τόσο πολύ που δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αλλά γιατί έχουμε μάθει να περιμένουμε στην πρόβα εκείνη τη στιγμή που θα εμφανιστεί η ιδέα που θα μας καλύψει. Έχουμε μάθει στο ρητό “The best idea is the best idea”. Και όταν αυτή η ιδέα εμφανιστεί, το αντιλαμβανόμαστε και την υιοθετούμε κατευθείαν. Και αυτό σαν ομάδα είναι το πλεονέκτημα μας. Ανεξαρτήτως παράστασης.
Τι σημαίνει “Katayisteater”; Γιατί μου έχει καρφωθεί η ιδέα ότι πρόκειται για κάτι που έχει σχέση με τη λέξη «Καταγής»;
Κάπως έτσι είναι. Η ιδέα προήλθε από το πρώτο μαγαζί στο οποίο βρισκόμασταν μετά τις πρόβες της πρώτης μας παράστασης, «Κurten», και λεγόταν «Σαν τη Γη». Επιπλέον το θέατρο στο οποίο γεννήθηκε η ομάδα – θέατρο ΑCT, Πάτρα – είναι στο δεύτερο υπόγειο. Άρα η σχέση μας με τη γη είναι κάτι περισσότερο από αυτονόητη.
Η ομάδα είναι στην ουσία κολεκτίβα; Ασχολείται με τη μουσική, τη σκηνοθεσία, το στήσιμο. Υπάρχουν άλλα σχέδια, πέρα από τη συγκεκριμένη παράσταση;
Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και έτσι. Ασχολούμαστε με όλους τους τομείς μιας παράστασης γιατί έτσι μάθαμε. Πάντα έτσι δουλεύαμε. Μαθαίνουμε συνεχώς περισσότερα μέσω αυτής της διαδικασίας. Εξάλλου είναι σίγουρα πιο σωστό να έχεις πλήρη έλεγχο του υλικού σου. Ξέρεις ακριβώς, όταν έρχεται η ώρα για τις τελικές πινελιές, τι θα βάλεις και που. Όταν εσύ γνωρίζεις, σε σχέση με κάποιον πιθανό εξωτερικό συνεργάτη, πολύ περισσότερα για το έργο σου, εννοείται πως ξέρεις καλύτερα πώς να το διαχειριστείς. Πέρα από τη συγκεκριμένη παράσταση και παράλληλα με αυτή εννοείται πως τρέχουν και άλλα πρότζεκτ. Συνήθως αφορούν μια καινούργια παράσταση τα σχέδια μας, αλλά πάντα είμαστε και γυρνάμε γύρω από το θέατρο. Ακόμα και η σύλληψη ή η καινούργια ιδέα για παράσταση είναι μια διαδικασία σημαντική.
Για πόσο καιρό ανεβαίνει το έργο; Τι μας επιφυλάσσετε για μετά;
Το συγκεκριμένο έργο έχει ανέβει στην Πάτρα πρώτα – Μάρτιος-Απρίλιος 2012 – και τώρα θα είναι μέχρι 6 Δεκεμβρίου, κάθε Τετάρτη και Πέμπτη στο Θέατρο Άβατον. Υπάρχουν επίσης στο ημερολόγιό μας κάποιες πόλεις, στις οποίες έχει ήδη περιοδεύσει αλλά και θα περιοδεύσει μέσα στο 2013. Ένας ακόμα στόχος είναι αυτή η παράσταση να πάει στο εξωτερικό. Γαλλία, Γερμανία και Τσεχία. Είμαστε ήδη σε επαφή με κάποια θέατρα.
Αυτό που έχουμε ήδη αρχίσει να δουλεύουμε είναι η επόμενή μας παράσταση, στηριγμένη στην Ιλιάδα και πιο συγκεκριμένα στα κρούσματα οργής που περιέχει το έργο του Ομήρου. Θα ανέβει και αυτή πρώτα στην Πάτρα, την άνοιξη του 2013.
Κώστας Κούλης