Μικρή σύσπαση στα φουσκωμένα της χείλη… χαμογελάει. Πόσο οικείος αυτός ο ήχος. Ντιν-ντον. Αυτό επί πέντε. Αρκετός χρόνος, προλαβαίνει να επιστρέψει στην πραγματικότητα. Που ταξίδευε; Θολές μνήμες... συγκεχυμένες… μπα, τα παρατάει. Ξανά ο ήχος του ρολογιού. Ντιν. Χτυπάει και στο μισάωρο. Πότε πέρασε μισή ώρα; Θα χάθηκε στις σκέψεις της. Aναλογίζεται και σηκώνεται απ' το κρεβάτι. Ψηλαφεί τα αναγκαία και φτάνει στην κουζίνα. Όχι, μην ανάψεις το φως! Θα επιστρέψεις, έτσι δεν είναι; Το σκοτάδι είναι η κούνια του ύπνου. Πάλι ξέχασα να βάλω ποτήρι στο κομοδίνο. Δίψαγα τελικά. Μ' αφού δεν ήπιες νερό όλη μέρα. Η αδράνεια ξεγελά τη δίψα μου. Ο γάτος τρίβεται στα πόδια της. Με άκουσες, μούργο! Τίποτα δε σου ξεφεύγει εσένα. Κάτσε, βρε, μη γρατζουνάς! Μισή μέρα παίζαμε, δε χόρτασες; Το ρολόι ξαναμιλά. Γιατί; Θα χάλασε. Λογικό, μετά από τόσα χρόνια. Ντιν-ντον. Και ξανά και ξανά και ξανά. Σιωπή. Τέσσερις; Οι τοίχοι την οδηγούν κοντά του. Δειλά βήματα με τα γυμνά της πόδια. Μια χαραμάδα φωτίζει τους δείκτες. Πανσέληνος απόψε. Γιατί τρέχουν; Ντιν. Το μισάωρο. Ντιν-ντον. Και ξανά και ξανά. Τρέχουν. Τρεις. Δυόμιση. Δύο. Μιάμιση. Μία. Όλο και πιο γρήγορα. Όλο και πιο πίσω. Το φως γαργαλάει τους αριθμούς, το ξύλο, το εκκρεμές, τον τοίχο, τον καναπέ. Απλώνεται. Τόσο φως από μια χαραμάδα; Κοιτάζει γύρω της. Το σαλόνι πλημμυρίζει φως. Ένα φως εκτυφλωτικό. Τη διαπερνά. Φοβάται. Λίγο μόνο. Απλώς για επιβεβαίωση της ανθρώπινής της υπόστασης. Όλα λευκά. Γεμάτα φως. Φως που αγκαλιάζει δεν γδέρνει. Κάπου στο βάθος ακούει ακόμη τους χτύπους. Ντιν-ντον. Οκτώ. Επτά. Έξι. Πιο γρήγορα. Πιο γρήγορα. Εικόνες ταξιδεύουν μπρος στα μάτια της. Να, έτσι κάνω και μπορώ να τ' αγγίξω. Μη! Μπορεί να χαθούν! Οι ήχοι του ρολογιού πιο μακρινοί, πιο γρήγοροι. Ντιν-ντον. Συνεχίζουν απτόητοι τους κύκλους τους.
Ένα μεγάλο δωμάτιο. Κάπου τη θυμάμαι αυτή την ξύλινη πόρτα, είχε ένα χτύπημα κάτω από το πόμολο… το πόμολο υποκλίνεται. Εμφανίζεται. Ποιος ειν’ αυτός; Ειν’ ο πατέρας μου; Τι μεγάλα γυαλιά που φοράει. Κρατάει μια κούτα. «Μην του τραβάς την ουρά θα σε γρατζουνίσει». Ναι, αυτός είναι… η φωνή του. Αουτς! «Σου το ‘πα μικρή»! Βάζω το χέρι στο στόμα. Δεν ξέρω γιατί. Κι οι μεγάλοι έτσι κάνουν όταν πονούν. Μου τρίβει τη μαύρη του γούνα σα να ζητάει συγνώμη. Έλα… δεν το 'θελες, το ξέρω… εγώ φταίω.
«Να σου κρατήσω την καρέκλα, μπούλη; Πόσο ψηλός φαίνεσαι εκεί πάνω! Τι κάνεις εκεί»; Κάτι στρίβει και στρίβει και στρίβει κι ακούγεται ένας γρύλος σε κάθε στρίψιμο. Ντιν-ντον. Επί πέντε. Πάει να ταξιδέψει ο νους σ’ έναν άλλον γρατζουνιάρη, κοκκινοτρίχη παιχνιδιάρη και σ’ ένα κρεβάτι αλλά μη, όχι ακόμη! «Πρόσεχε μην πέσεις, μπούλη»! Απλώνει τα χεράκια της. «Πιάσε με»! Γελάει. «Πώς μ' αρέσει όταν με σηκώνεις ψηλά. Εγώ γίνομαι νεράιδα κι εσύ ο πιο δυνατός του κόσμου. Έλα, σταμάτα! Μου σαλιώνεις τη μύτη, no φάει μύτη μου, no φάει μύτη... Η μαμά μου έμαθε τις πρώτες λέξεις στ’ αγγλικά. Yes. No. Yes. No.
Σιωπή.
«Μπούλη…»; Ντιν-ντον. «Έλα ψυχή μου». «Για ποιον πήρες αυτό το ρολόι; Για τη μαμά»; «Για τη μαμά, μέχρι να το πάρεις εσύ στο δικό σου σπίτι». «Το δικό μου σπίτι είναι το δικό σου, μπούλη»! «Για τώρα είναι». Ντιν-ντον! «Πάντα θα είναι. Δεν θα σ' αφήσω ποτέ. Ποτέ»! Ντιν-ντον! Σταμάτα μη δυναμώνεις εσύ! «Μ' ακούς, μπούλη μου; Μη μου γελάς, πες μου μόνο αν μ' ακούς»!
Ντιν-ντον! Εκκωφαντικός.
Η χαραμάδα βυθίζεται στην κούνια της, το σκοτάδι. Σιωπή. Ο κοκκινοτρίχης τρίβεται στο πόδι της. Αυτός ζητάει χάδι, όχι συγνώμη. Έλα. Πάμε στο κρεβάτι. Μεγάλο ταξίδι. Κουράστηκα.
Επιστρέφει με σιγουριά, τα μάτια της συνήθισαν το σκοτάδι. Ξαπλώνει.
Μη σε φοβίζει τίποτα όσο καιρό μένουμε σπίτι. Έχουμε εδώ όλα όσα χρειαζόμαστε.
Όχι, μην ανάψεις το φως! Θα επιστρέψεις, έτσι δεν είναι; Το σκοτάδι είναι η κούνια του ύπνου. Πάλι ξέχασα να βάλω ποτήρι στο κομοδίνο. Δίψαγα τελικά. Μ' αφού δεν ήπιες νερό όλη μέρα.
Ναι, είναι δύσκολες οι εποχές για καλλιτέχνες και όλοι μας το παλεύουμε όπως μπορούμε, αλλά είναι κάτι τέτοιες βραδιές που η ευφορία που νιώθουμε όταν ερμηνεύουμε, δεν συγκρίνεται με τίποτα, ο...
Συμβουλή μου σε όσους θέλουν να κατακτήσουν τη γνώση και να φτάσουν όσο πιο ψηλά γίνεται, είναι να δουλέψουν πολύ την “τέχνη “ τους και να αφοσιωθούν σε αυτή.
Τα λουλούδια υποκλίνονται μπροστά στα πόδια σου και νιώθεις τόσο όμορφα... Αυτή είναι η μέρα σου, καλέ μου φίλε, κοίτα να τη χαρείς όσο περισσότερο μπορείς.
Έχεις αναρωτηθεί ποτέ, εφόσον επρόκειτο να πεθάνεις μέσα στα επόμενα λεπτά, χωρίς να το γνωρίζεις, να συνέβαινε ξαφνικά και ανεπάντεχα, αν θα ήσουν έτοιμος γι’αυτό;